- ὠκυδίνατος
- ὠκῠδῑνᾱτος, -ον1 swiftly wheeling καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (ὠκυδινήτοις coni. Mommsen, sed v. δινάω) I. 5.6
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ωκυδίνητος — και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, ον, Α αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυ δίνητος] … Dictionary of Greek