ὠκυδίνατος

ὠκυδίνατος
ὠκῠδῑνᾱτος, -ον
1 swiftly wheeling καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (ὠκυδινήτοις coni. Mommsen, sed v. δινάω) I. 5.6

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ωκυδίνητος — και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, ον, Α αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυ δίνητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”